- τόφρα
- Αεπίρρ.1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.)2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.)3. (αναφορ.) όφρα*4. (ως τελ. σύνδ.) όπως, ως.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τόφρα, συσχετικό τού ὄφρα, έχει σχηματιστεί από το θ. τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod < ρίζα *το-, *τα-, *τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με τη δυσερμήνευτη κατάλ. -φρα, που απαντά και στον τ. όφρα (βλ. λ. όφρα)].
Dictionary of Greek. 2013.